Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόgrufolàre
ρήμα αμετάβατο Προσφορά I.P.A.: [grufoˈlare] 1 εκσκάπτω 2 σκάβω έδαφος με το ρύγχος (ζώο) 3 ερευνώ εξονυχιστικά 4 ξεριζώνω 5 ανασκαλεύω grufolarsi ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό) Προσφορά I.P.A.: [grufoˈlarsi] κυλιέμαι ή πλέω (στις ακολασίες) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z |
Ën piemontèis |