Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


grufolàre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [grufoˈlare]

1 εκσκάπτω
2 σκάβω έδαφος με το ρύγχος (ζώο)
3 ερευνώ εξονυχιστικά
4 ξεριζώνω
5 ανασκαλεύω

grufolarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [grufoˈlarsi]

κυλιέμαι ή πλέω (στις ακολασίες)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  gruccione grugare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

groviera (ουσ αρσ και θηλ.)
groviglio (ουσ αρσ )
gru (θηλ.ουσ)
gruccia (θηλ.ουσ)
gruccione (ουσ αρσ )
grufolare (ρ.αμτβ.)
grufolarsi (ρ.μ. (αντων.))
grugare (ρ.αμτβ.)
grugnire (ρ.αμτβ.)
grugnito (αρσ. επίθ και ουσ)
grugno (ουσ αρσ )
gruista (ουσ αρσ και θηλ.)
grullaggine (θηλ.ουσ)
grulleria (θηλ.ουσ)
grullo (ουσ αρσ )
grullo (επίθ.)
gruma (θηλ.ουσ)
grumo (ουσ αρσ )
grumolo (ουσ αρσ )
grumoso (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---