Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


grumóso  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [gruˈmoso], [gruˈmozo]

1 γεμάτος πουρί ή θρόμβους
2 καλυμμένος με πουρί
3 καλυμμένος με τρυγία
4 θρομβώδης
5 θρομβωμένος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  grumolo gruppettaro  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

grullo (ουσ αρσ )
grullo (επίθ.)
gruma (θηλ.ουσ)
grumo (ουσ αρσ )
grumolo (ουσ αρσ )
grumoso (επίθ.)
gruppettaro (αρσ. επίθ και ουσ)
gruppetto (ουσ αρσ )
gruppo (ουσ αρσ )
gruppuscolo (ουσ αρσ )
gruviera (ουσ αρσ και θηλ.)
gruzzolo (ουσ αρσ )
guaciaro (ουσ αρσ )
guaco (ουσ αρσ )
guada (θηλ.ουσ)
guadabile (επίθ.)
guadagnare (ρ.αμτβ.)
guadagnare (ρ. μτβ.)
guadagno (ουσ αρσ )
Guadalupa (κύρ.όν. θηλ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---