Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόgrùppo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈgruppo] η ομάδα, ο όμιλος, το γκρούπ permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαgruppo [αρσ.] sanguigno = η ομάδα αίματος Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |