Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


guadagnàre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [gwadaɲˈɲare]

φαίνομαι καλύτερος

guadagnàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [gwadaɲˈɲare]

κερδίζω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  guadabile guadagno  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

gruzzolo (ουσ αρσ )
guaciaro (ουσ αρσ )
guaco (ουσ αρσ )
guada (θηλ.ουσ)
guadabile (επίθ.)
guadagnare (ρ.αμτβ.)
guadagnare (ρ. μτβ.)
guadagno (ουσ αρσ )
Guadalupa (κύρ.όν. θηλ.)
guadare (ρ. μτβ.)
guaderella (θηλ.ουσ)
guado (ουσ αρσ )
guaglione (ουσ αρσ )
guai (επιφ.)
guaiaco (ουσ αρσ )
guaiava (θηλ.ουσ)
guaime (ουσ αρσ )
guaina (θηλ.ουσ)
guaio (ουσ αρσ )
guaiolare (ρ.αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---