Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόguaiàco
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [gwaˈjako] 1 ξύλο δέντρου guaiacum 2 δέντρο τροπικό οικογένειας guaiacum permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |