Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


guaìre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [guaˈire]

1 κλαψουρίζω
2 κλαυθμυρίζω
3 κλαίγομαι
4 ουρλιάζω θρηνητικά
5 γαβγίζω
6 σιγοκλαίω
7 μεμψιμοιρώ


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  guaiolare guaito  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

guaiava (θηλ.ουσ)
guaime (ουσ αρσ )
guaina (θηλ.ουσ)
guaio (ουσ αρσ )
guaiolare (ρ.αμτβ.)
guaire (ρ.αμτβ.)
guaito (αρσ. επίθ και ουσ)
gualca (θηλ.ουσ)
gualcare (ρ. μτβ.)
gualchiera (θηλ.ουσ)
gualcire (ρ. μτβ.)
gualcirsi (ρ. μ. μτβ. και αμτβ.)
gualdrappa (θηλ.ουσ)
guanaco (ουσ αρσ )
guancia (θηλ.ουσ)
guanciale (αρσ. επίθ και ουσ)
guancialetto (ουσ αρσ )
guancialino (ουσ αρσ )
guano (ουσ αρσ )
guantaio (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---