Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


guanciàle  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [gwanˈʧale]

1 προσκέφαλο
2 μαξιλάρι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  guancia guancialetto  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

gualcire (ρ. μτβ.)
gualcirsi (ρ. μ. μτβ. και αμτβ.)
gualdrappa (θηλ.ουσ)
guanaco (ουσ αρσ )
guancia (θηλ.ουσ)
guanciale (αρσ. επίθ και ουσ)
guancialetto (ουσ αρσ )
guancialino (ουσ αρσ )
guano (ουσ αρσ )
guantaio (ουσ αρσ )
guanteria (θηλ.ουσ)
guantiera (θηλ.ουσ)
guanto (ουσ αρσ )
guantone (ουσ αρσ )
guappo (αρσ. επίθ και ουσ)
guarana, guaranà (θηλ.ουσ)
guardabarriere (ουσ αρσ και θηλ.)
guardaboschi (ουσ αρσ και θηλ.)
guardacaccia (ουσ αρσ )
guardacoste (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---