Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόguantàio
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [gwanˈtajo] 1 έμπορος γαντιών 2 κατασκευαστής γαντιών permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |