Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόguardabòschi
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [,gwardaˈbɔski] δασοφύλακας permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |