Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόguardaròba
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [gwardaˈrɔba] 1 η γκαρνταρόμπα, η ιματιοθήκη 2 (armadio) ντουλάπα 3 teatro βεστιάριο permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |