Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


guardiàno  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [gwarˈdjano]

ο φύλακας, ο φρουρός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  guardiamarina guardina  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


guardiano [αρσ.] notturno = ο νυχτοφύλακας


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

guardata (θηλ.ουσ)
guardavia (ουσ αρσ )
guardia (θηλ.ουσ)
guardiacaccia (ουσ αρσ και θηλ.)
guardiamarina (ουσ αρσ )
guardiano (ουσ αρσ )
guardina (θηλ.ουσ)
guardinfante (ουσ αρσ )
guardingo (επίθ.)
guardiola (θηλ.ουσ)
guardone (ουσ αρσ )
guarentigia (θηλ.ουσ)
guaribile (επίθ.)
guarigione (θηλ.ουσ)
guarire (ρ.αμτβ.)
guarire (ρ. μτβ.)
guaritore (αρσ. επίθ και ουσ)
guarnigione (θηλ.ουσ)
guarnire (ρ. μτβ.)
guarnitura (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---