Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόguardiàno
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [gwarˈdjano] ο φύλακας, ο φρουρός permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαguardiano [αρσ.] notturno = ο νυχτοφύλακας Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |