Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


guarnìre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [gwarˈnire]

1 αρματώνω (πλοίο)
2 γαρνίρω
3 οχυρώνω
4 εξοπλίζω
5 εφοπλίζω
6 εφοδιάζω
7 προμηθεύω
8 διανθίζω
9 εξαρτίζω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  guarnigione guarnitura  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

guarigione (θηλ.ουσ)
guarire (ρ.αμτβ.)
guarire (ρ. μτβ.)
guaritore (αρσ. επίθ και ουσ)
guarnigione (θηλ.ουσ)
guarnire (ρ. μτβ.)
guarnitura (θηλ.ουσ)
guarnizione (θηλ.ουσ)
guasconata (θηλ.ουσ)
guascone (ουσ αρσ )
guascone (επίθ.)
guastafeste (ουσ αρσ και θηλ.)
guastamestieri (ουσ αρσ και θηλ.)
guastare (ρ. μτβ.)
guastarsi (ρ. μ. μτβ. και αμτβ.)
guastatore (ουσ αρσ )
guasto (ουσ αρσ )
guasto (επίθ.)
guatare (ρ. μτβ.)
Guatemala (κύρ.όν. αρσ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---