Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


guastatóre  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [gwastaˈtore]

1 σκαπανέας στρατού
2 υπονομευτής
3 σκαπανέας
4 στρατιώτης του μηχανικού
5 λαγουμιτζής στρατού


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  guastarsi guasto  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

guascone (επίθ.)
guastafeste (ουσ αρσ και θηλ.)
guastamestieri (ουσ αρσ και θηλ.)
guastare (ρ. μτβ.)
guastarsi (ρ. μ. μτβ. και αμτβ.)
guastatore (ουσ αρσ )
guasto (ουσ αρσ )
guasto (επίθ.)
guatare (ρ. μτβ.)
Guatemala (κύρ.όν. αρσ.)
guatemalteco (αρσ. επίθ και ουσ)
guattire (ρ.αμτβ.)
guazza (θηλ.ουσ)
guazzabuglio (ουσ αρσ )
guazzare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
guazzatoio (ουσ αρσ )
guazzetto (ουσ αρσ )
guazzo (ουσ αρσ )
guercio (ουσ αρσ )
guercio (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---