ItalianoGreco


guastatóre  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [gwastaˈtore]

1 σκαπανέας στρατού
2 υπονομευτής
3 σκαπανέας
4 στρατιώτης του μηχανικού
5 λαγουμιτζής στρατού


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---