Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόguazzétto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [gwatˈtsetto] 1 βραστό 2 σάλτσα 3 βραστό ψάρι με λαχανικά 4 βραστό κρέας με λαχανικά permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |