Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόguazzatóio
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [gwattsaˈtojo] 1 ποτίστρα ζώων 2 χώρος ποτίσματος ζώων permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |