Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


guazzabùglio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [gwattsaˈbuʎʎo]

1 σύμφυρμα
2 συνονθύλευμα
3 σύγχυση
4 κυκεώνας
5 συμπίλημα
6 ανακατωσούρα
7 συρφετός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  guazza guazzare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

guatare (ρ. μτβ.)
Guatemala (κύρ.όν. αρσ.)
guatemalteco (αρσ. επίθ και ουσ)
guattire (ρ.αμτβ.)
guazza (θηλ.ουσ)
guazzabuglio (ουσ αρσ )
guazzare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
guazzatoio (ουσ αρσ )
guazzetto (ουσ αρσ )
guazzo (ουσ αρσ )
guercio (ουσ αρσ )
guercio (επίθ.)
guerra (θηλ.ουσ)
guerrafondaio (ουσ αρσ )
guerraiolo (ουσ αρσ )
guerraiolo (επίθ.)
guerreggiare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
guerreggiarsi (ρ.μ. (αντων.))
guerresco (επίθ.)
guerriero (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---