Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόguazzabùglio
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [gwattsaˈbuʎʎo] 1 σύμφυρμα 2 συνονθύλευμα 3 σύγχυση 4 κυκεώνας 5 συμπίλημα 6 ανακατωσούρα 7 συρφετός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |