Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόguerraiòlo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [gwerraˈjɔlo] 1 πολεμοκάπηλος 2 έμπορος του πολέμου guerraiòlo επίθετο Προσφορά I.P.A.: [gwerraˈjɔlo] πολεμοχαρής permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |