Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


guerriglièro  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [gwerriʎˈʎɛro]

αντάρτης


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  guerriglia gufaggine  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

guerreggiarsi (ρ.μ. (αντων.))
guerresco (επίθ.)
guerriero (ουσ αρσ )
guerriero (επίθ.)
guerriglia (θηλ.ουσ)
guerrigliero (ουσ αρσ )
gufaggine (θηλ.ουσ)
gufare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
gufo (ουσ αρσ )
guglia (θηλ.ουσ)
gugliata (θηλ.ουσ)
Guiana (κύρ.όν. θηλ.)
guida (θηλ.ουσ)
guidabile (επίθ.)
guidafilo (ουσ αρσ )
guidare (ρ. μτβ.)
guidatore (ουσ αρσ )
guiderdone (ουσ αρσ )
guidone (ουσ αρσ )
guidoslitta (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---