Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόguidóne
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [gwiˈdone] 1 τριγωνική σημαία ναυτικών σημάτων 2 σημαιούλα θέσης στρατιωτικής μονάδας 3 μακρόστενο σημαιάκι permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |