Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόguìtto
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό Προσφορά I.P.A.: [ˈgwitto] 1 κακός ηθοποιός 2 ηθοποιός τρίτης διαλογής 3 ηθοποιός μπουλουκιού 4 μπουλουκτσής permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |