Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόguìndolo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈgwindolo] 1 μπομπίνα 2 κουβαρίστρα 3 μασούρι 4 πηνίο μονωμένου σύρματος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |