Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόgulasch
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈgulaʃ] γκουλάς μοσχάρι με πάπρικα (Ουγγαρέζικο φαγητό) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |