Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόgùsto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈgusto] η γεύση, το γούστο permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαbuon gusto [αρσ.] = η καλαισθησία Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |