Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


gutturàle  
θηλυκό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [guttuˈrale]

1 λαρυγγικός
2 λαρυγγόφωνος
3 ευσταχιανός (για σάλπιγγα)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  guttazione gutturalizzazione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

gustosamente (επίρ.)
gustosità (θηλ.ουσ)
gustoso (επίθ.)
guttaperca (θηλ.ουσ)
guttazione (θηλ.ουσ)
gutturale (θηλ. επίθ και ουσ)
gutturalizzazione (θηλ.ουσ)
habitat (ουσ αρσ )
habitué (ουσ αρσ )
haitiano (αρσ. επίθ και ουσ)
halibut (ουσ αρσ )
hall (θηλ.ουσ)
hamburger (ουσ αρσ )
handicap (ουσ αρσ )
handicappare (ρ. μτβ.)
handicappato (ουσ αρσ )
handicappato (επίθ.)
hangar (ουσ αρσ )
happening (ουσ αρσ )
harakiri (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---