Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόhandicappàto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [endikapˈpato], [andikapˈpato] ο ανάπηρος (-η) handicappàto επίθετο Προσφορά I.P.A.: [endikapˈpato], [andikapˈpato] ανάπηρος (-η, -ο) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |