Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόhandicap
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈɛndikap], [ˈandikap] 1 χάντικαπ 2 μειονέκτημα 3 φυσικό ελάττωμα 4 ισοζυγισμός (σε ιπποδρομίες) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |