Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


gustóso  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [gusˈtoso], [gusˈtozo]

γευστικός (-ή, -ό)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  gustosità guttaperca  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

Gustavo (κύρ.όν. αρσ.)
gustevole (επίθ.)
gusto (ουσ αρσ )
gustosamente (επίρ.)
gustosità (θηλ.ουσ)
gustoso (επίθ.)
guttaperca (θηλ.ουσ)
guttazione (θηλ.ουσ)
gutturale (θηλ. επίθ και ουσ)
gutturalizzazione (θηλ.ουσ)
habitat (ουσ αρσ )
habitué (ουσ αρσ )
haitiano (αρσ. επίθ και ουσ)
halibut (ουσ αρσ )
hall (θηλ.ουσ)
hamburger (ουσ αρσ )
handicap (ουσ αρσ )
handicappare (ρ. μτβ.)
handicappato (ουσ αρσ )
handicappato (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---