Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόguìzzo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈgwittso] 1 εκτίναξη 2 απόσειση 3 σκίρτημα 4 βίαιο σάλεμα 5 βαλλισμός 6 αναπήδηση 7 τίναγμα 8 τρεμούλιασμα 9 σπαρτάρισμα 10 αναπήδημα 11 ξεπέταγμα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z |
Ën piemontèis |