ItalianoGreco


guidrigìldo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [gwidriˈʤildo]

τιμή που πληρώνει ο φονιάς στην οικογένεια σκοτωμένου (αγγλοσαξονική ιστορία)


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---