Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόguerrièro
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [gwerˈrjɛro] 1 αγωνιστής 2 μαχητής 3 πολεμιστής guerrièro επίθετο Προσφορά I.P.A.: [gwerˈrjɛro] 1 αρειμάνιος 2 εμπειροπόλεμος 3 ετοιμοπόλεμος 4 πολεμιστήριος 5 εχθρικός 6 πολεμοχαρής permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |