Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


guèrcio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈgwɛrʧo]

αλλήθωρος

guèrcio  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ˈgwɛrʧo]

1 αναφερόμενος στον στραβισμό
2 στραβικός
3 διφορούμενος
4 που αλληθωρίζει
5 που έχει στραβισμό


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  guazzo guerra  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

guazzabuglio (ουσ αρσ )
guazzare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
guazzatoio (ουσ αρσ )
guazzetto (ουσ αρσ )
guazzo (ουσ αρσ )
guercio (ουσ αρσ )
guercio (επίθ.)
guerra (θηλ.ουσ)
guerrafondaio (ουσ αρσ )
guerraiolo (ουσ αρσ )
guerraiolo (επίθ.)
guerreggiare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
guerreggiarsi (ρ.μ. (αντων.))
guerresco (επίθ.)
guerriero (ουσ αρσ )
guerriero (επίθ.)
guerriglia (θηλ.ουσ)
guerrigliero (ουσ αρσ )
gufaggine (θηλ.ουσ)
gufare (ρ. μτβ. και αμετβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---