Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


guèrra  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈgwɛrra]

ο πόλεμος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  guercio guerrafondaio  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


guerra [θηλ.] chimica = ο χημικός πόλεμος || guerra [θηλ.] civile = ο εμφύλιος πόλεμος || guerra [θηλ.] mondiale = ο παγκόσμιος πόλεμος || nave [θηλ.] da guerra = το πολεμικό πλοίο


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

guazzatoio (ουσ αρσ )
guazzetto (ουσ αρσ )
guazzo (ουσ αρσ )
guercio (ουσ αρσ )
guercio (επίθ.)
guerra (θηλ.ουσ)
guerrafondaio (ουσ αρσ )
guerraiolo (ουσ αρσ )
guerraiolo (επίθ.)
guerreggiare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
guerreggiarsi (ρ.μ. (αντων.))
guerresco (επίθ.)
guerriero (ουσ αρσ )
guerriero (επίθ.)
guerriglia (θηλ.ουσ)
guerrigliero (ουσ αρσ )
gufaggine (θηλ.ουσ)
gufare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
gufo (ουσ αρσ )
guglia (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---