ItalianoGreco


guazzàre  
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [gwatˈtsare]

1 κουνιέμαι
2 είμαι ξαπλωμένος διάπλατα
3 χαμοκυλιέμαι
4 κυλιέμαι
5 πέφτω με παφλασμό
6 πιτσιλίζομαι


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---