Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


guastafèste  
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [gwastaˈfɛste]

1 ανάποδος
2 στραβόξυλο
3 στριμμένος
4 καταστροφέας χαράς άλλων
5 γκρινιάρης
6 σαχλός
7 αναποδιάρης
8 σαχλαμάρας
9 αναποδιασμένος
10 σάχλας
11 νερόβραστος άνθρωπος
12 κρυόκωλος
13 κρυόμπλαστρος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  guascone guastamestieri  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

guarnitura (θηλ.ουσ)
guarnizione (θηλ.ουσ)
guasconata (θηλ.ουσ)
guascone (ουσ αρσ )
guascone (επίθ.)
guastafeste (ουσ αρσ και θηλ.)
guastamestieri (ουσ αρσ και θηλ.)
guastare (ρ. μτβ.)
guastarsi (ρ. μ. μτβ. και αμτβ.)
guastatore (ουσ αρσ )
guasto (ουσ αρσ )
guasto (επίθ.)
guatare (ρ. μτβ.)
Guatemala (κύρ.όν. αρσ.)
guatemalteco (αρσ. επίθ και ουσ)
guattire (ρ.αμτβ.)
guazza (θηλ.ουσ)
guazzabuglio (ουσ αρσ )
guazzare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
guazzatoio (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---