Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


guascóne  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [gwasˈkone]

1 καυχησιάρης
2 αλαζονικός καυχησιάρης
3 γασκώνος

guascóne  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [gwasˈkone]

ο της Γασκώνης


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  guasconata guastafeste  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

guarnigione (θηλ.ουσ)
guarnire (ρ. μτβ.)
guarnitura (θηλ.ουσ)
guarnizione (θηλ.ουσ)
guasconata (θηλ.ουσ)
guascone (ουσ αρσ )
guascone (επίθ.)
guastafeste (ουσ αρσ και θηλ.)
guastamestieri (ουσ αρσ και θηλ.)
guastare (ρ. μτβ.)
guastarsi (ρ. μ. μτβ. και αμτβ.)
guastatore (ουσ αρσ )
guasto (ουσ αρσ )
guasto (επίθ.)
guatare (ρ. μτβ.)
Guatemala (κύρ.όν. αρσ.)
guatemalteco (αρσ. επίθ και ουσ)
guattire (ρ.αμτβ.)
guazza (θηλ.ουσ)
guazzabuglio (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---