Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόguascóne
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [gwasˈkone] 1 καυχησιάρης 2 αλαζονικός καυχησιάρης 3 γασκώνος guascóne επίθετο Προσφορά I.P.A.: [gwasˈkone] ο της Γασκώνης permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |