Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόguarnigióne
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [gwarniˈʤone] 1 φρουρά (πόλης ή στρατοπέδου) 2 καραούλι 3 στρατιωτικό πόστο permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |