Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


guaritóre  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [gwariˈtore]

θεραπευτής


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  guarire guarnigione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

guarentigia (θηλ.ουσ)
guaribile (επίθ.)
guarigione (θηλ.ουσ)
guarire (ρ.αμτβ.)
guarire (ρ. μτβ.)
guaritore (αρσ. επίθ και ουσ)
guarnigione (θηλ.ουσ)
guarnire (ρ. μτβ.)
guarnitura (θηλ.ουσ)
guarnizione (θηλ.ουσ)
guasconata (θηλ.ουσ)
guascone (ουσ αρσ )
guascone (επίθ.)
guastafeste (ουσ αρσ και θηλ.)
guastamestieri (ουσ αρσ και θηλ.)
guastare (ρ. μτβ.)
guastarsi (ρ. μ. μτβ. και αμτβ.)
guastatore (ουσ αρσ )
guasto (ουσ αρσ )
guasto (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---