Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόguarentìgia
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [gwarenˈtiʤa] 1 υπεγγυότητα 2 εγγύηση 3 ασφάλεια 4 εχέγγυο permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |