Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόguardìngo
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [gwarˈdingo] 1 δύσπιστος 2 έξυπνος 3 προφυλακτικός 4 επιφυλακτικός 5 περίσκεπτος 6 προσεκτικός 7 απερίσπαστος 8 επιμελής 9 εφεκτικός 10 κουμπωμένος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |