Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


guardavìa  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [,gwardaˈvia]

1 μπαριέρα ασφαλείας δρόμου
2 προστατευτικό κιγκλίδωμα δρόμου
3 κάγκελα σκάλας


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  guardata guardia  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

guardaroba (θηλ.ουσ)
guardarobiera (θηλ.ουσ)
guardasala (ουσ αρσ και θηλ.)
guardasigilli (ουσ αρσ )
guardata (θηλ.ουσ)
guardavia (ουσ αρσ )
guardia (θηλ.ουσ)
guardiacaccia (ουσ αρσ και θηλ.)
guardiamarina (ουσ αρσ )
guardiano (ουσ αρσ )
guardina (θηλ.ουσ)
guardinfante (ουσ αρσ )
guardingo (επίθ.)
guardiola (θηλ.ουσ)
guardone (ουσ αρσ )
guarentigia (θηλ.ουσ)
guaribile (επίθ.)
guarigione (θηλ.ουσ)
guarire (ρ.αμτβ.)
guarire (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---