Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόguardàre
ρήμα μεταβατικό Προσφορά I.P.A.: [gwarˈdare] 1 κοιτάζω 2 (fim, tv) παρακολουθώ 3 (badare) προσέχω guardarsi ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό) Προσφορά I.P.A.: [gwarˈdarsi] κοιτάζομαι permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαguardare fissamente = στυλώνω τα μάτια μου || guardare fisso = προσηλώνω τι βλέμμα || non guardare in faccia nessuno = πατώ επί πτωμάτων Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |