Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


guàppo  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈgwappo]

1 πληρωμένος χαφιές
2 ρουφιάνος
3 τραμπούκος
4 μπράβος
5 μέλος μαφίας
6 ψευτοπαλίκαρο
7 νταής


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  guantone guarana, guaranà  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

guantaio (ουσ αρσ )
guanteria (θηλ.ουσ)
guantiera (θηλ.ουσ)
guanto (ουσ αρσ )
guantone (ουσ αρσ )
guappo (αρσ. επίθ και ουσ)
guarana, guaranà (θηλ.ουσ)
guardabarriere (ουσ αρσ και θηλ.)
guardaboschi (ουσ αρσ και θηλ.)
guardacaccia (ουσ αρσ )
guardacoste (ουσ αρσ )
guardafili (ουσ αρσ και θηλ.)
guardalinee (ουσ αρσ )
guardamacchine (ουσ αρσ και θηλ.)
guardaparco (ουσ αρσ και θηλ.)
guardapesca (ουσ αρσ και θηλ.)
guardaporto (ουσ αρσ )
guardaportone (ουσ αρσ )
guardare (ρ. μτβ.)
guardarsi (ρ.μ. (αντων.))

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---