Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόguàppo
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό Προσφορά I.P.A.: [ˈgwappo] 1 πληρωμένος χαφιές 2 ρουφιάνος 3 τραμπούκος 4 μπράβος 5 μέλος μαφίας 6 ψευτοπαλίκαρο 7 νταής permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |