Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόgualdràppa
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [gwalˈdrappa] 1 ύφασμα κάτω από το σαμάρι 2 σάγισμα 3 σαμαροσκούτι permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |