Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


guàlca  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈgwalka]

1 κλώσιμο νήματος
2 γνέσιμο
3 κλώσιμο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  guaito gualcare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

guaina (θηλ.ουσ)
guaio (ουσ αρσ )
guaiolare (ρ.αμτβ.)
guaire (ρ.αμτβ.)
guaito (αρσ. επίθ και ουσ)
gualca (θηλ.ουσ)
gualcare (ρ. μτβ.)
gualchiera (θηλ.ουσ)
gualcire (ρ. μτβ.)
gualcirsi (ρ. μ. μτβ. και αμτβ.)
gualdrappa (θηλ.ουσ)
guanaco (ουσ αρσ )
guancia (θηλ.ουσ)
guanciale (αρσ. επίθ και ουσ)
guancialetto (ουσ αρσ )
guancialino (ουσ αρσ )
guano (ουσ αρσ )
guantaio (ουσ αρσ )
guanteria (θηλ.ουσ)
guantiera (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---