Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόguaiolàre
ρήμα αμετάβατο Προσφορά I.P.A.: [gwajoˈlare] 1 μεμψιμοιρώ 2 κλαίγομαι 3 σιγοκλαίω 4 κλαυθμυρίζω 5 κλαψουρίζω 6 ουρλιάζω θρηνητικά permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |