Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόguàio
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈgwajo] η συφορά, η σκοτούρα permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαcacciarsi nei guai = μπλέκομαι σε φασαρίες || combinare un guaio = τα κάνω θάλασσα, κάνω ζημιά || essere nei guai = έχω φασαρίες || guai a te! = αλίμονό σου || ha combinato un guaio = το έκανε θάλασσα || trascinare nei guai = πέρνω στο λαιμό του Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |