Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


guàio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈgwajo]

η συφορά, η σκοτούρα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  guaina guaiolare  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


cacciarsi nei guai = μπλέκομαι σε φασαρίες || combinare un guaio = τα κάνω θάλασσα, κάνω ζημιά || essere nei guai = έχω φασαρίες || guai a te! = αλίμονό σου || ha combinato un guaio = το έκανε θάλασσα || trascinare nei guai = πέρνω στο λαιμό του


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

guai (επιφ.)
guaiaco (ουσ αρσ )
guaiava (θηλ.ουσ)
guaime (ουσ αρσ )
guaina (θηλ.ουσ)
guaio (ουσ αρσ )
guaiolare (ρ.αμτβ.)
guaire (ρ.αμτβ.)
guaito (αρσ. επίθ και ουσ)
gualca (θηλ.ουσ)
gualcare (ρ. μτβ.)
gualchiera (θηλ.ουσ)
gualcire (ρ. μτβ.)
gualcirsi (ρ. μ. μτβ. και αμτβ.)
gualdrappa (θηλ.ουσ)
guanaco (ουσ αρσ )
guancia (θηλ.ουσ)
guanciale (αρσ. επίθ και ουσ)
guancialetto (ουσ αρσ )
guancialino (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---