Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


guaderèlla  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [gwadeˈrɛlla]

ρεζεντά Reseda luteola (χρησιμοποίησε καλύτερα το guada)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  guadare guado  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

guadagnare (ρ.αμτβ.)
guadagnare (ρ. μτβ.)
guadagno (ουσ αρσ )
Guadalupa (κύρ.όν. θηλ.)
guadare (ρ. μτβ.)
guaderella (θηλ.ουσ)
guado (ουσ αρσ )
guaglione (ουσ αρσ )
guai (επιφ.)
guaiaco (ουσ αρσ )
guaiava (θηλ.ουσ)
guaime (ουσ αρσ )
guaina (θηλ.ουσ)
guaio (ουσ αρσ )
guaiolare (ρ.αμτβ.)
guaire (ρ.αμτβ.)
guaito (αρσ. επίθ και ουσ)
gualca (θηλ.ουσ)
gualcare (ρ. μτβ.)
gualchiera (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---