Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόgrùzzolo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈgruttsolo] 1 αποταμίευμα 2 κομπόδεμα 3 αποταμίευση 4 αποθεματικό χρημάτων permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |