Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


guaciàro  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈgwaʧaro]

πουλί steatornis caripensis


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  gruzzolo guaco  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

gruppetto (ουσ αρσ )
gruppo (ουσ αρσ )
gruppuscolo (ουσ αρσ )
gruviera (ουσ αρσ και θηλ.)
gruzzolo (ουσ αρσ )
guaciaro (ουσ αρσ )
guaco (ουσ αρσ )
guada (θηλ.ουσ)
guadabile (επίθ.)
guadagnare (ρ.αμτβ.)
guadagnare (ρ. μτβ.)
guadagno (ουσ αρσ )
Guadalupa (κύρ.όν. θηλ.)
guadare (ρ. μτβ.)
guaderella (θηλ.ουσ)
guado (ουσ αρσ )
guaglione (ουσ αρσ )
guai (επιφ.)
guaiaco (ουσ αρσ )
guaiava (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---