Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόguàco
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈgwako] φυτό γένους Mikania και γένους Aristolochia της Νότιας Αμερικής permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |